Loading...
 

Φαρμακευτική θεραπεία για την υπέρταση

Ποιά είναι τα αντιυπερτασικά φάρμακα;

Οι εξής πέντε κατηγορίες φαρμάκων θεωρούνται θεραπεία πρώτης επιλογής για την υπέρταση:

  1. Διουρητικά
  2. Αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης
  3. Ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης
  4. Ανταγωνιστές ασβεστίου
  5. Βήτα-αποκλειστές

Άλλα φάρμακα για την υπέρταση που χρησιμοποιούνται όταν τα φάρμακα πρώτης γραμμής δεν επαρκούν για τη ρύθμιση της πίεσης ή δεν είναι καλά ανεκτά είναι τα εξής:

  1. Άλφα-1 αποκλειστές
  2. Αναστολείς ρενίνης
  3. Ανταγωνιστές αλδοστερόνης
  4. Κεντρικοί άλφα-2 αγωνιστές
  5. Κεντρικοί Ι1 αγωνιστές
  6. Αμέσως δρώντα αγγειοδιασταλτικά

Πώς δρουν οι διάφορες κατηγορίες αντιυπερτασικών φαρμάκων;

Τα αντιυπερτασικά φάρμακα είναι ίσως τα πιο καλά μελετημένα φάρμακα στην ιατρική. Πολλές μελέτες που περιέλαβαν αρκετές χιλιάδες υπερτασικά άτομα που παρακολουθήθηκαν για μερικά χρόνια έδειξαν ότι τουλάχιστον οι πέντε κατηγορίες φαρμάκων πρώτης γραμμής (βλέπε παραπάνω) είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές όχι μόνο στη μείωση της πίεσης, αλλά και στην προστασία των οργάνων που βλάπτονται απ’ αυτήν και στην πρόληψη των καρδιαγγειακών επεισοδίων (εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα καρδιάς, κλπ). Επιπλέον, έχουν λίγες παρενέργειες που πολύ σπάνια είναι σοβαρές. Φάρμακα που είχαν συχνές ή σοβαρές παρενέργειες έχουν αποσυρθεί από την κυκλοφορία.

Διουρητικά

  • Τα διουρητικά φάρμακα αρχικά αυξάνουν το ποσό των ούρων και μειώνουν την κατακράτηση αλατιού και νερού και κατά συνέπεια τον όγκο του αίματος. Σε μακροχρόνια καθημερινή χορήγηση κατά κανόνα δεν προκαλούν αυξημένη διούρηση, αλλά ελαττώνουν την αντίσταση των μικρών αρτηριών.
  • Μπορεί να χορηγηθούν μόνα τους, αλλά κυρίως είναι πολύ χρήσιμα σε περιπτώσεις όπου απαιτείται συνδυασμός φαρμάκων, οπότε μπορεί να περιέχονται μαζί με το δεύτερο φάρμακο στο ίδιο χάπι.
  • Η συχνότερη παρενέργειά τους είναι η μείωση του καλίου του αίματος. Σπανιότερα μπορεί να προκαλέσουν αύξηση του ουρικού οξέος, μείωση του νατρίου και αύξηση του σακχάρου του αίματος, κυρίως όταν χορηγούνται σε μεγάλη δόση.

Αναστολείς του Μετατρεπτικού Ενζύμου της Αγγειοτασίνης

  • Τα φάρμακα αυτά εμποδίζουν τον σχηματισμό μιας ουσίας που λέγεται αγγειοτασίνη. Η αγγειοτασίνη προκαλεί σύσπαση των αρτηριών και αύξηση της έκκρισης μιας άλλης ουσίας, της αλδοστερόνης, η οποία αυξάνει την κατακράτηση νατρίου (αλατιού) και νερού από τα νεφρά.
  • Είναι χρήσιμα φάρμακα σε αρρώστους με υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια, μετά από έμφραγμα, νεφροπάθεια και σακχαρώδη διαβήτη.
  • Η συχνότερη παρενέργειά τους είναι ο επίμονος ξηρός βήχας. Σε σπάνιες περιπτώσεις στένωσης των νεφρικών αρτηριών (και των δύο νεφρών) μπορεί να προκαλέσουν μείωση της νεφρικής λειτουργίας.

Αποκλειστές των Υποδοχέων της Αγγειοτασίνης

  • Τα φάρμακα αυτά εμποδίζουν τη δράση της αγγειοτασίνης (βλέπε παραπάνω, «Αναστολείς του Μετατρεπτικού Ενζύμου της Αγγειοτασίνης») στη θέση της δράσης της (στους ειδικούς υποδοχείς ΑΤ1 της αγγειοτασίνης) με αποτέλεσμα αγγειοδιαστολή και μείωση της κατακράτησης αλατιού και νερού από τα νεφρά.
  • Είναι χρήσιμα φάρμακα σε αρρώστους με υπέρταση καρδιακή ανεπάρκεια, υπερτροφία της αριστερής κοιλίας της καρδιάς, μετά από έμφραγμα, νεφροπάθεια και σακχαρώδη διαβήτη.
  • Οι παρενέργειές τους είναι σπάνιες. Όπως και οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης, σε σπάνιες περιπτώσεις στένωσης των νεφρικών αρτηριών μπορεί να προκαλέσουν μείωση της νεφρικής λειτουργίας.

Ανταγωνιστές Ασβεστίου (Αποκλειστές Διαύλων Ασβεστίου)

  • Οι ανταγωνιστές του ασβεστίου εμποδίζουν την είσοδο ασβεστίου στα μυϊκά κύτταρα του τοιχώματος των αρτηριών με αποτέλεσμα αγγειοδιαστολή. Υπάρχουν δύο κατηγορίες: οι διυδροπυριδίνες και οι βραδυκαρδικοί ανταγωνιστές ασβεστίου (μη διυδροπυριδίνες).
  • Είναι χρήσιμα φάρμακα στην υπέρταση και τη στηθάγχη (πόνος στο στήθος από ισχαιμία της καρδιάς). Οι βραδυκαρδικοί ανταγωνιστές ασβεστίου είναι χρήσιμοι και σε αρρυθμίες.
  • Συχνότερη παρενέργειά τους είναι το πρήξιμο στα πόδια (κυρίως στους αστραγάλους). Το πρήξιμο αυτό οφείλεται σε τοπική διαστολή αγγείων και είναι ακίνδυνο. Δεν υποχωρεί με διουρητικά αλλά με τη μείωση της δόσης ή τη διακοπή του φαρμάκου. Σπανιότερα οι διυδροπυριδίνες (κυρίως οι παλαιότερες με μικρή διάρκεια δράσης) μπορεί να προκαλέσουν εξάψεις (φούντωμα στο πρόσωπο), πονοκέφαλο ή ταχυκαρδία. Οι βραδυκαρδικοί ανταγωνιστές ασβεστίου (μη διυδροπυριδίνες) μπορεί να προκαλέσουν δυσκοιλιότητα, πονοκέφαλο, ή βραδυκαρδία.

Βήτα-Αποκλειστές

  • Οι βήτα-αποκλειστές μειώνουν τη δράση μιας αγγειοσυσπαστικής ουσίας που λέγεται νοραδρεναλίνη, μπλοκάροντας τη θέση δράσης της (στους β υποδοχείς). Τα φάρμακα αυτά μειώνουν τη συχνότητα των παλμών της καρδιάς (προκαλούν δηλαδή βραδυκαρδία) και την καρδιακή παροχή.
  • Είναι χρήσιμα φάρμακα στην υπέρταση, μετά από έμφραγμα καρδιάς, σε στηθάγχη (πόνος στο στήθος λόγω ισχαιμίας της καρδιάς), στην καρδιακή ανεπάρκεια και σε αρρυθμίες.
  • Συχνότερες παρενέργειές τους είναι το αίσθημα κόπωσης, η βραδυκαρδία (κάτω από 50 σφυγμοί το λεπτό) και ο σπασμός των βρόγχων (προκαλεί δύσπνοια) σε άτομα με άσθμα ή χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (χρόνια βρογχίτιδα). Κάποιοι βήτα-αποκλειστές έχουν και αγγειοδιασταλτικές ιδιότητες με αποτέλεσμα λιγότερες παρενέργειες.

Άλφα-1 Αποκλειστές

  • Οι α1-αποκλειστές εμποδίζουν τη δράση μιας ουσίας που προκαλεί αγγειοσύσπαση (νοραδρεναλίνη) μπλοκάροντας τους ειδικούς υποδοχείς της που βρίσκονται πάνω στο τοίχωμα των αγγείων (α1 υποδοχείς).
  • Χρησιμοποιούνται στην υπέρταση συνήθως ως τρίτο ή τέταρτο φάρμακαο, κατά προτίμηση πριν τη νυκτερινή κατάκλιση. Επίσης είναι χρήσιμοι στην ανακούφιση των συμπτωμάτων της υπερτροφίας του προστάτη.
  • Μπορεί να προκαλέσουν κόπωση, ή μεγάλη πτώση της πίεσης την πρώτη φορά που θα χρησιμοποιηθούν (υπόταση πρώτης δόσης).

Αναστολείς Ρενίνης

  • Τα φάρμακα αυτά επίσης αποκλείουν το σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης (όπως οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου και οι αποκλειστές της αγγειοτασίνης) αναστέλοντας τη δραστηριότητά του στο αρχικό σημείο της ενεργοποίησής του.
  • Οι παρενέργειές τους είναι σπάνιες. Όμως δεν έχουν μελετηθεί όσο οι άλλοι αποκλειστές του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης και χρησιμοποιούνται μόνο εναλλακτικά όταν οι πρώτοι δεν γίνονται ανεκτοί.

Ανταγωνιστές Αλδοστερόνης

  • Τα φάρμακα αυτά επίσης ανταγωνίζονται τη δράση της αλδοστερόνης η οποία εκκρίνεται από τα επινεφρίδια και δρά στους νεφρούς με αποτέλεσμα κατακράτηση αλατιού και νερού.
  • Είναι χρήσιμοι συνήθως ως 4ο φάρμακο σε περιπτώσεις με ανθεκτική υπέρταση (αρρύθμιστη πίεση υπό θεραπεία με τουλάχιστον 3 φάρμακα εκ των οποίων το ένα είναι διουρητικό).
  • Συχνότερες παρενέργειες είναι η επώδυνη διόγκωση των μαστών (η οποία είναι αναστρέψιμη με τη διακοπή της θεραπείας) και η υπερκαλιαιμία κυρίως σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.

Άλφα-2 Αγωνιστές και Ι-1 Αγωνιστές

  • Δρουν σε ειδικές θέσεις στον εγκέφαλο (υποδοχείς α2 και Ι1) με αποτέλεσμα τη μείωση της δραστηριότητας ενός αγγειοσυσπαστικού συστήματος που λειτουργεί μέσω των ουσιών αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη.
  • Χρησιμοποιούνται μόνο για τη θεραπεία της υπέρτασης. Ένα από τα φάρμακα αυτά, η μεθυλντόπα είναι το ασφαλέστερο αντιυπερτασικό φάρμακο για την υπέρταση της εγκυμοσύνης.
  • Κύριες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι η υπνηλία και η ξηροστομία. Η μεθυλντόπα μπορεί να προκαλέσει αναιμία ή διαταραχή της λειτουργίας του ήπατος (συκώτι).

Αμέσως Δρώντα Αγγειοδιασταλτικά

  • Δρουν απ’ ευθείας στο τοίχωμα των αρτηριών με αποτέλεσμα αγγειοδιαστολή.
  • Χρησιμοποιούνται σπάνια σε ιδιαίτερα δύσκολες περιπτώσεις υπέρτασης σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα.
  • Κύριες παρενέργειες είναι το αίσθημα παλμών στο στήθος, η υπερτρίχωση και η μείωση της νεφρικής λειτουργίας.

Πώς χρησιμοποιούνται τα αντιυπερτασικά φάρμακα;

  • Ο σχεδιασμός της αντιυπερτασικής θεραπείας γίνεται από γιατρό για κάθε άρρωστο ξεχωριστά (εξατομικευμένη θεραπεία). Η επιλογή των καταλληλότερων φαρμάκων καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, όπως η συνύπαρξη άλλων προβλημάτων ή νοσημάτων (καρδιοπάθεια, νεφροπάθεια, διαβήτης, ουρική αρθρίτιδα, άσθμα, χρόνια βρογχίτιδα, κ.λ.π.), το προηγούμενο ιστορικό λήψης αντιυπερτασικών φαρμάκων, αλλά και διάφορα άλλα χαρακτηριστικά όπως η ηλικία, το φύλο, ο τρόπος ζωής κλπ. Δηλαδή, η αντιυπερτασική θεραπεία «ράβεται» στα μέτρα του κάθε αρρώστου.
  • Κατά κανόνα, η αντιυπερτασική φαρμακοθεραπεία χορηγείται για όλη τη ζωή. Αν η θεραπεία διακοπεί, η υπέρταση επανέρχεται συνήθως σύντομα (σε μερικές μέρες ή εβδομάδες) ή σε μερικές περιπτώσεις, μετά από μήνες.
  • Με την έναρξη της θεραπείας, ο γιατρός θα καθορίσει την πίεση-στόχο που πρέπει να επιτευχθεί με τη θεραπεία (βλέπε «Πόσο πρέπει να μειώνεται η πίεση με τη θεραπεία;»).
  • Συνήθως η θεραπεία αρχίζει με ένα φάρμακο. Αν η πίεση είναι πολύ αυξημένη, ή υπάρχουν κι άλλα προβλήματα (διαβήτης, προηγούμενο καρδιαγγειακό επεισόδιο, κ.λπ.) μπορεί ο γιατρός να προτιμήσει να χορηγήσει εξαρχής 2 φάρμακα (πολλές φορές σε ένα χάπι).
  • Για να εκδηλωθεί η πλήρης δράση ενός αντιυπερτασικού φαρμάκου συνήθως χρειάζεται η σταθερή συνέχιση της θεραπείας για τουλάχιστον 3-4 εβδομάδες. Θεραπεία μιας εβδομάδας δεν είναι αρκετή για να φανεί εάν ένα αντιυπερτασικό φάρμακο είναι αποτελεσματικό. Γι’ αυτό δεν πρέπει να βιάζεται κανείς να αλλάζει φάρμακο ή να αυξάνει τη δόση. Στη συνέχεια ο γιατρός σας θα αποφασίσει αν πρέπει να συνεχιστεί η ίδια θεραπεία ή αν πρέπει να αυξηθεί η δόση του πρώτου φαρμάκου, να προστεθεί δεύτερο ή να αντικατασταθεί το πρώτο με άλλο φάρμακο. Η απόφαση αυτή καθορίζεται από τις τιμές της πίεσης και τις πιθανές παρενέργειες των φαρμάκων που εκδηλώνονται με συμπτώματα ή με μεταβολές σε εργαστηριακές εξετάσεις.
  • Άριστη ρύθμιση της πίεσης με ένα μόνο αντιυπερτασικό φάρμακο επιτυγχάνεται σε λιγότερους από τους μισούς αρρώστους. Στις περισσότερες περιπτώσεις για να επιτευχθεί η πίεση-στόχος χρειάζονται δύο ή περισσότερα φάρμακα.
  • Προτιμώνται φάρμακα με μεγάλη διάρκεια δράσης, ώστε να χορηγούνται μόνο μια φορά την ημέρα. Σε μερικές πιο δύσκολες περιπτώσεις μπορεί να χορηγηθούν φάρμακα δύο φορές την ημέρα και σπάνια τρεις φορές. Τα αντιυπερτασικά φάρμακα πρέπει να χορηγούνται κάθε μέρα, κατά κανόνα αμέσως μετά το πρωινό ξύπνημα. Σήμερα υπάρχουν πολλοί σταθεροί συνδυασμοί φαρμάκων (2 ή 3 φάρμακα σε ένα χάπι) οι οποίοι απλοποιούν το δοσολογικό σχήμα (ένα μόνο χάπι το πρωί) και διευκολύνουν τη συμμόρφωση των υπερτασικών ασθενών στη μακροχρόνια θεραπεία.

Μπορεί ένα αντιυπερτασικό φάρμακο να χρησιμοποιείται μέρα παρά μέρα ή και αραιότερα;

  • Όχι. Η διάρκεια δράσης των περισσότερων αντιυπερτασικών φαρμάκων είναι περίπου 24 ώρες και σε καμιά περίπτωση δεν φθάνει τις 48 ώρες. Ακόμα και με τα φάρμακα με τη μεγαλύτερη διάρκεια δράσης, αν χορηγούνται μέρα παρά μέρα η υπέρταση δε θα καλύπτεται επαρκώς τις μισές ημέρες της εβδομάδας. Γι’ αυτό τα αντιυπερτασικά φάρμακα χορηγούνται πάντα καθημερινά.

Όταν η πίεση βρεθεί αυξημένη μήπως πρέπει να πάρω συμπληρωματικά κάποιο φάρμακο;

  • Η θεραπεία της υπέρτασης δεν είναι όπως η ασπιρίνη στον πονοκέφαλο. Η χορήγηση συμπληρωματικών φαρμάκων όταν η πίεση βρεθεί αυξημένη είναι απόλυτα λανθασμένη τακτική και πρέπει να αποφεύγεται. Αυξημένη πίεση δε σημαίνει ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος εγκεφαλικού επεισοδίου. Οι δυσμενείς επιδράσεις της πίεσης είναι μακροχρόνιες όπως περίπου οι δυσμενείς επιδράσεις του καπνίσματος. Μην πανικοβάλλεστε αν διαπιστώσετε ότι αυξήθηκε η πίεσή σας. Συνήθως η αύξηση είναι παροδική και πολλές φορές οφείλεται σε κάποιο άλλο πρόβλημα που προκαλεί αναστάτωση. Επαναλάβετε τη μέτρηση λίγο αργότερα και αν δείτε ότι αυτή επιμένει, συμβουλευτείτε τον γιατρό σας.

Τί γίνεται αν με τη θεραπεία η πίεση πέσει πολύ χαμηλά;

  • Στόχος της θεραπείας είναι να μειωθεί η συστολική πίεση κάτω από 140 και η διαστολική κάτω από 90. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η συστολική πίεση μπορεί σε μερικά στιγμιότυπα να βρίσκεται στο 120 ή μπορεί και στο 110. Τέτοιες τιμές πίεσης δε θεωρούνται υπερβολικά χαμηλές. Υπενθυμίζεται, ότι η ιδανική πίεση είναι κάτω από 120 η συστολική και κάτω από 80 η διαστολική (βλέπε «Ποιά είναι η φυσιολογική πίεση;»). Άρα τέτοιες τιμές πίεσης δεν αποτελούν λόγο ανησυχίας ή μείωσης της θεραπείας. Αν όμως παρατηρήσετε ότι οι χαμηλές τιμές πίεσης είναι σχεδόν μόνιμες και κυρίως αν συνοδεύονται από αίσθημα ζάλης ή λιποθυμίας ιδιαίτερα σε όρθια θέση (ορθοστατική υπόταση) πρέπει να συμβουλευτείτε τον γιατρό σας ο οποίος είναι πιθανό να συστήσει τροποποίηση της θεραπείας.

Υπάρχουν περιπτώσεις όπου μπορεί να διακοπεί η αντιυπερτασική θεραπεία;

  • Ελάχιστες έως καθόλου. Αν η θεραπεία διακοπεί, η υπέρταση επανέρχεται συνήθως σύντομα (σε μερικές μέρες ή εβδομάδες) ή σε μερικές περιπτώσεις μετά από μήνες. Μόνο αν αρχικά είχε γίνει λανθασμένη διάγνωση της υπέρτασης ή αν μετά την έναρξη της θεραπείας έγιναν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο ζωής (π.χ. το άτομο έχει χάσει αρκετά κιλά) με αποτέλεσμα μεγάλη μείωση της πίεσης, μπορεί η πίεση να παραμείνει χαμηλή μετά τη διακοπή της θεραπείας. Στις περιπτώσεις αυτές χρειάζεται παρακολούθηση της πίεσης για μεγάλο διάστημα για την έγκαιρη διαπίστωση ενδεχόμενης επανεμφάνισης της υπέρτασης.
  • Η απότομη διακοπή ορισμένων φαρμάκων, όπως των βήτα-αποκλειστών, μπορεί να προκαλέσει σημαντικές παρενέργειες (ταχυκαρδία, απότομη και μεγάλη αύξηση της πίεσης ή ακόμα και καρδιακό επεισόδιο σε αρρώστους με στεφανιαία νόσο). Η δόση των φαρμάκων αυτών μειώνεται προοδευτικά ανάλογα με την περίπτωση, με την καθοδήγηση γιατρού.

Τί είναι υπερτασική κρίση και πώς αντιμετωπίζεται;

  • Είναι συνηθισμένη τακτική, όταν η πίεση βρίσκεται πολύ αυξημένη σε τυχαία μέτρηση με αφορμή κάποιο σύμπτωμα (π.χ. πονοκέφαλο ή ζάλη) να χορηγείται «εκτάκτως» κάποιο αντιυπερτασικό χάπι, συχνά υπογλώσσιο. Η τακτική αυτή δεν είναι σωστή και οφείλεται στην απαρχαιωμένη αντίληψη ότι τα εγκεφαλικά επεισόδια προκαλούνται από ρήξη κάποιας αρτηρίας του εγκεφάλου και αιμορραγία λόγω της απότομης αύξησης της πίεσης.
  • Ο κίνδυνος απ’ την υπέρταση είναι μακροχρόνιος και όχι στιγμιαίος. Με τα χρόνια, η αυξημένη πίεση προκαλεί σκλήρυνση των αρτηριών (αρτηριοσκλήρυνση) και στένωση του αυλού τους από την προοδευτική εναπόθεση χοληστερίνης και ασβεστίου (αθηρωμάτωση). Το αποτέλεσμα είναι τελικά η απόφραξη (θρόμβωση) του αγγείου π.χ. στην καρδιά (οπότε συμβαίνει έμφραγμα) ή στον εγκέφαλο (εγκεφαλικό επεισόδιο). Κατά κανόνα λοιπόν, η υπέρταση δεν προκαλεί αιμορραγία στον εγκέφαλο αλλά θρομβωτικό εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας και όχι απότομης αύξησης της πίεσης.
  • Η χρησιμοποίηση υπογλώσσιων χαπιών για την ταχεία μείωση της πίεσης όχι μόνο δεν ωφελεί, αλλά λόγω της απότομης και μεγάλης πτώσης της πίεσης που προκαλεί μπορεί να ελαττώσει την παροχή αίματος από τις στενωμένες αρτηρίες με αποτέλεσμα έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο, ιδίως σε ηλικιωμένους ή αρρώστους με αρτηριοσκλήρυνση. Γενικά, υπογλώσσια φάρμακα δε χρησιμοποιούνται πότε στην υπέρταση, αλλά μόνο στη στηθάγχη (πόνος στο στήθος από ισχαιμία της καρδιάς).
  • Επείγουσα αντιμετώπιση της πίεσης απαιτείται μόνο σε σπάνιες και σοβαρές καταστάσεις στις οποίες χρειάζεται νοσηλεία στο νοσοκομείο. Στις περιπτώσεις αυτές η μεγάλη αύξηση της πίεσης συνήθως συνοδεύει άλλο σοβαρό σύμπτωμα, όπως πόνος στο στήθος ή δυσκολία στην αναπνοή, οπότε η κατάσταση χρειάζεται άμεση αξιολόγηση από γιατρό. Ο όρος «υπερτασική κρίση» είναι λανθασμένος και παραπλανητικός και πανικοβάλλει τα υπερτασικά άτομα επειδή υποδηλώνει την ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης μιας «κρίσης», που εκτός από τις λίγες ειδικές περιπτώσεις είναι ανύπαρκτη.

Πόσο συχνά πρέπει ένας υπερτασικός να επισκέπτεται το γιατρό του για την υπέρταση;

  • Στην αρχική περίοδο της παρακολούθησης, για την επιβεβαίωση της διάγνωσης, την ειδική διερεύνηση και την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας, οι επισκέψεις στο γιατρό γίνονται κάθε λίγες εβδομάδες μέχρι να επιτευχθεί ικανοποιητική ρύθμιση της πίεσης.
  • Άτομα με καλά ρυθμισμένη πίεση πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά από το γιατρό τους συνήθως κάθε 6 μήνες. Σε άτομα που έχουν κι άλλα προβλήματα (χοληστερίνη, σακχαρώδη διαβήτη, κάπνισμα, προχωρημένη αρτηριοσκλήρυνση, καρδιοπάθεια, εγκεφαλικό, νεφρική βλάβη, “δύσκολη” υπέρταση, κ.λπ.) η παρακολούθηση από το γιατρό πρέπει να γίνεται κάθε 2 ή 3 μήνες.
  • Δυστυχώς, μερικά υπερτασικά άτομα, μετά από κάποιο διάστημα παρακολούθησης εγκαταλείπουν την προσπάθεια και διακόπτουν τη θεραπεία. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή νομίζουν ότι «έγιναν καλά» και δεν χρειάζονται πλέον φάρμακα είτε επειδή είχαν παρενέργειες από τα φάρμακα είτε απλώς επειδή αμέλησαν να προμηθευτούν τα φάρμακά τους και να επισκεφθούν τον γιατρό.
  • Η καλή συνεργασία του υπερτασικού με το γιατρό είναι η σημαντικότερη προϋπόθεση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της υπέρτασης και την επίτευξη των μακροπρόθεσμων στόχων της θεραπείας. Άτομα με αρρύθμιστη πίεση είναι εκτεθειμένα στον κίνδυνο από την υπέρταση, ενώ με τη συστηματική παρακολούθηση και την καλή ρύθμιση, ο κίνδυνος αυτός θα μπορούσε να αποφευχθεί.

Τί άλλο πρέπει να προσέχουν τα άτομα με υπέρταση;

  • Στόχος της αντιυπερτασικής θεραπείας δεν είναι μόνο η μείωση της πίεσης, αλλά κυρίως η πρόληψη των καρδιαγγειακών επεισοδίων. Γι’ αυτό, σε όλα τα υπερτασικά άτομα εκτός από τη μείωση της πίεσης πρέπει να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά και όλοι οι άλλοι παράγοντες που αυξάνουν την πιθανότητα πρόκλησης ενός καρδιαγγειακού επεισοδίου. Πρέπει δηλαδή, να αντιμετωπίζονται παράλληλα η αυξημένη χοληστερίνη και ο σακχαρώδης διαβήτης και οπωσδήποτε να διακόπτεται το κάπνισμα.